- διαλαλιά
- η (AM διαλαλία)1. διακήρυξη, διάγγελμα2. διάδοση, φήμηνεοελλ.παράγγελμα, σύνθημααρχ.-μσν.προφορική εξέταση μάρτυρααρχ.απόφαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαλαλία — διαλαλίᾱ , διαλαλία verbal order fem nom/voc/acc dual διαλαλίᾱ , διαλαλία verbal order fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαλίαν — διαλαλίᾱν , διαλαλία verbal order fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)